http://sofiapotari.blogspot.gr/

Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Αποκεκαλυμμένοι Άγγελοι - Σοφία Πόταρη

 

















Ευτυχισμένοι οι που της καθμερινότητας εχάσανε τον δρόμο

που περπατάνε μοναχοί, κουβάρι φλόγινο, στις μύτες των πελμάτων

oι μεθυσμένοι χορευτές, στης ομορφάδας που ακροβατούν τον ώμο

πνιγμένοι ολόκαρδα κι ολόσωμα σε λίμνες μέσα μυθικών θαυμάτων.

Μακάριοι οι πτωχοί τω δόγματι, ότι αυτοί ακεραιώνονται

κι οι πλούσιοι τω κρίματι, που μεταμορφωμένοι αθωώνονται.

 

Ευτυχισμένοι εκείνοι που άπονα ξερίζωσαν του πόνου την αγριάδα

σκαριά, που πλέουν δίχως ίστια και πυξίδα, πλώρη όρτσα στην ρουφήχτρα

oι ωραίοι τρελλοί, που αθώα καίγονται μες στην αγίνωτη λιακάδα

και, σαλιγκάρια, σκάβουν δροσερές στοές σ’ ερήμου αναμμένη πήχτρα.

Μακάριος ο πλανήτης που σ’ Ατλάντων τέτοιων πλάτες αιωρείται

νυν και αεί η αγάπη τους για μήτρα την καρδιά μας θα αιτείται.







Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Το παλιό σπίτι στο Νιχώρι – Σοφία Πόταρη

 










Κρεμόταν σύγνεφο βαρύ στην λαιμουδιά της μέρας

κι ο δρόμος έξω απ’ το χωριό σαν φίδι κατεβαίνει…

Φωνή καμιά, παντού ερμιά και σούρσιμο γουστέρας

μονάχα ετραμπάλιζε στην πέτρα, που αφημένη

την μοναξιά και την σιωπή βύζαινε της φοβέρας.

 

Ερμιά. Το σπίτι μοναχό και μισογκρέμιο στέκει

σαν σώμα δίχως πρόσωπο, σαν ζο μισοσφαγμένο

χάσκει ανοιχτό, δεντρί θεριό, που μαύρο αστροπελέκι

το ρήμαξε και το ’ριξε στο χώμα λιανισμένο,

σπίτι που βόλια τις χαρές κροτούσε σαν ντουφέκι.

 

Σκύψαμε και τα χέρια μας χαϊδέψαν το χορτάρι

εκεί που στρώμα κάποτε ανάπαυε ένα σώμα.

Λεχούδι να ’ταν τρυφερό; γερόντου το κουφάρι

ή σώμα έρωτα ζεστό, που ψίθυρος σε στόμα

αγέρα, γλύκαινε κρυφά το κάθε μας αχνάρι;

 

To χέρι σου τρεμούλιασε σαν άγγιξε την πέτρα

μεσοτοιχιάς, που σκέλεθρο αποτρόπαιο ξεμένει

ένα καρφί, καρφί λιανό, στου χρόνου την φαρέτρα

τράβηξες, και πετάρισε ψυχούλα καρφωμένη

από σταυρό, που μάρτυρα την κράταγε κι εμέτρα

 

φωνές, κουβέντες, κλάματα κι ανθρώπους σαν φεγγάρια,

ψυχορραγήματα, γκαστριές, γάμους και πανηγύρια,

τα πετεινάρια που ’σφαζαν στης πλάκας τα λιθάρια,

ποτήρια που υψώνονταν μες στα χρυσά λιοπύρια –

καρφί, μπηγμένο μαχαιριά στου χρόνου τα σφαχτάρια.


Δημοσιευμένο στο βιβλίο του Δημήτρη Ε. Σολδάτου Ποιητής και Μαραθωνοδρόμος, Λευκάδα 2018

 


Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Άνθρωπος και θάλασσα – Σοφία Πόταρη


 

-Αφρίζεις θάλασσα και κλαις, στα βράχια κοπανιέσαι

τα στήθια γδέρνεις κι ελεεινά μαυρομοιρολογιέσαι.

Το δάκρυ σου νερό θολό και λέπι γυαλισμένο

τα σωθικά σου θάνατος, κουφάρι σαπισμένο.

Δεν σε λυπάμαι θάλασσα, καταραμένη αλμύρα

πίκρες μονάχα, συμφορές εγώ από σένα πήρα.

Βουλιάζεις τα καράβια μου, τα καλοποντισμένα

μ’ ίδρω και δάκρυ και ψυχή που τάχω αργασμένα

γκρεμίζεις όνειρα κι ευχές, καλοσημαδεμένες

χαμόγελα και προσευχές, γλυκοθυμιατισμένες.

Καταραμένη θάλασσα, μου παίρνεις τα παιδιά μου

η φθονερή σου η καρδιά στεγνώνει την δικιά μου.

Κάλλιο να λείψης, να χαθής, να μαυρορημαδιάξης

βάσανα μαύρα και πικρά να μη μου ξαναδιάξης.


-Σύχασε άνθρωπε καλέ και μην με καταριέσαι

θεριό χειρότερο από σε άλλο μην με λογιέσαι.

Γαλήνη θέλω και χαρά και σπήλιο ν’ απαγκιάσω

αιώνες κλαίω μοναχιά, θέλω να ησυχάσω.

Χήρα, μονάχη κι ορφανή χτυπιέμαι και αφρίζω

μένα ο Θεός με δίκασε γαλήνη να μην χτίζω.

Ευλογημένη πάμφτωχη και πλούσια ζητιάνα

γλυκά τον κόσμο θρέφω εγώ, της πλάσης είμαι μάνα

παιδιά κοιμίζω και φιλώ, λεβέντες αγκαλιάζω

και μαυρομάνας την καρδιά στη λήθη τη βουλιάζω.

Αχόρταστη με βάφτισες κι εγώ πια δεν αντέχω

κάλλιο ν’ αδειάσω να χαθώ, κρίματα να μην έχω.

Πώς το νεράκι της βροχής της γης τρυπάει τα σπλάχνα

σ’ άγιας κοιμάται αγκαλιάς την μυρωμένη άχνα

κι απ’ έκει ξεσπαθώνεται και σύννεφο κρεμιέται

βροχούλα ηλιοστάλαχτη στην γη ξαναπετιέται;

Συχάζει και λυτρώνεται, σ’ ύπνο γλυκό ξεχνιέται

μαζεύτεται, διπλώνεται και πάλι αναπετιέται.

Σκέψου με άνθρωπε καλέ και μην με καταριέσαι

δικάστηκα σαν ένοχη κι η λύτρωσι μ’ αρνιέται.

Ένα μου λόγο θα σου πω, κι ας τούτο σε θυμώνει

κι άκου και φύλαξε καλά ό,τι σ’ ανακατώνει.

Κάλλιο ζωή και λεβεντιά σε με ν’ αποκοιμιέται

παρά από χέρι άδικο να φεύγει, να χαλιέται.

 

 Πίνακας

Heinrich Carl Ludwig Gatke, Seesturm vor Helgoland, 1844


Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Στης μαρέγκας τον αφρό – Σοφία Πόταρη

 













Πώς στης μαρέγκας τον αφρό σαρίδι άμα κορφιάσει

μοιάζει να είναι βασιλιάς , καλά πού ΄χει θρονιάσει;

Έτσι κι οι μαύροι ποιητές, χτυπιούνται για μια θέσι

και στου χυλού τον αχταρμά, ξύλο πολύ θα πέσει.

 

Κι όπως στο μπλέντερ δέρνουνται τ’ ασπράδια να φουσκώσουν,

γρονθοκοπιούνται οι δύστυχοι, τ’ απαύγασμα να δώσουν

της τέχνης τους, που τους μηνάει, αν θέλουν να κορφιάσουν

να τρέξουν και να τσακιστούν καρέκλα για να πιάσουν.

 

Σαν σπάνια λαγωνικά μυρίζουνται τα φώτα

τις κάμερες , περιοδικά, εταιριών τα χνώτα,

σεμιναρίων  εύσημα,  διαγωνισμών βραβεία

μ’ αντί για τέχνης γέννησι, γιορτάζουν την κηδεία.

 

Δήθεν σ’ υπόγεια ξενυχτούν και σ’ αγκαθιές πλαγιάζουν,

σφίγγουνε κάμες να κοπούν, στην θλίψι όλο βουλιάζουν.

Ξεδιάντροπα όμως στήνονται σε λάμψι προβολέων

 κι εκδίδεται η ποίησι σε χέρια διαφθορέων.

 

Ω των αιώνων εκλεκτοί που ακάματοι εφορμάτε!

Εκεί ψηλά στην κορυφή, που φούσκες ξεπετάτε,

συμποτικό κι εταιρικό θα σκάσετε καρπούζι.

Και το μαχαίρι του κριτή, οϊμέ, πολύ θα τσούζει!