http://sofiapotari.blogspot.gr/

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοσιευμένα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοσιευμένα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Το παλιό σπίτι στο Νιχώρι – Σοφία Πόταρη

 










Κρεμόταν σύγνεφο βαρύ στην λαιμουδιά της μέρας

κι ο δρόμος έξω απ’ το χωριό σαν φίδι κατεβαίνει…

Φωνή καμιά, παντού ερμιά και σούρσιμο γουστέρας

μονάχα ετραμπάλιζε στην πέτρα, που αφημένη

την μοναξιά και την σιωπή βύζαινε της φοβέρας.

 

Ερμιά. Το σπίτι μοναχό και μισογκρέμιο στέκει

σαν σώμα δίχως πρόσωπο, σαν ζο μισοσφαγμένο

χάσκει ανοιχτό, δεντρί θεριό, που μαύρο αστροπελέκι

το ρήμαξε και το ’ριξε στο χώμα λιανισμένο,

σπίτι που βόλια τις χαρές κροτούσε σαν ντουφέκι.

 

Σκύψαμε και τα χέρια μας χαϊδέψαν το χορτάρι

εκεί που στρώμα κάποτε ανάπαυε ένα σώμα.

Λεχούδι να ’ταν τρυφερό; γερόντου το κουφάρι

ή σώμα έρωτα ζεστό, που ψίθυρος σε στόμα

αγέρα, γλύκαινε κρυφά το κάθε μας αχνάρι;

 

To χέρι σου τρεμούλιασε σαν άγγιξε την πέτρα

μεσοτοιχιάς, που σκέλεθρο αποτρόπαιο ξεμένει

ένα καρφί, καρφί λιανό, στου χρόνου την φαρέτρα

τράβηξες, και πετάρισε ψυχούλα καρφωμένη

από σταυρό, που μάρτυρα την κράταγε κι εμέτρα

 

φωνές, κουβέντες, κλάματα κι ανθρώπους σαν φεγγάρια,

ψυχορραγήματα, γκαστριές, γάμους και πανηγύρια,

τα πετεινάρια που ’σφαζαν στης πλάκας τα λιθάρια,

ποτήρια που υψώνονταν μες στα χρυσά λιοπύρια –

καρφί, μπηγμένο μαχαιριά στου χρόνου τα σφαχτάρια.


Δημοσιευμένο στο βιβλίο του Δημήτρη Ε. Σολδάτου Ποιητής και Μαραθωνοδρόμος, Λευκάδα 2018

 


Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Ο έρωτας με τίναξε - Σοφία Πόταρη


Σαν θύελλα φωτιάς η αγάπη σου με λιάνισε,
σαν στόμα αέρα καφτερού μου πήρε την ανάσα,
αδίκως προσπαθώ, ν’ αντισταθώ δεν μ’ άφησε,
άγριο σπαράγγι τρυφερό με τσάκισε κι εχάσα
φλέβα αθωότητας, σ’ αιμάτου ξαφνική πλημμύρα,
μ’ έψησε ο έρωτας σε λαγονιών γλυκών την πύρρα.

Του έρωτα Θεά, το σώμα μου σ’ ευγνωμονεί
γιατί το δέρμα μου έλαμψες σαν δροσερό γρασίδι,
θροϊζει ολόχαρη η καρδιά και τρέμει ολογδυμνή
και πεταλούδα πια στο νέκταρ σου βουτά κι ενδίδει.
Σαν την λινάτσα o έρωτας με τίναξε και σαν λιοπάνι
κι ολούθε χύνεται ο χυμός που η ελίτσα βγάνει.

Τώρα δεν με τρομάζει ο θάνατος σαν πρώτα
ούτε λεπίδι πόνου να με κόψει το μπορεί.
Κι αν τούτη την στιγμή πεθάνω, του έρωτα τα χνώτα
αίμα γλυκό θα με φυσήξουνε να νοστιμίσει η γη!



Δημοσιευμένο στο βιβλίο του
 ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ
«Ποιητής και Μαραθωνοδρόμος»
Λευκάδα 2018

"Tristan and Isolde"
Gaston Bussiere 



Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Εγώ – Σοφία Πόταρη

Τί τέλεια της φύσης η αρμονία!
Τ’ αρνάκι τούτο που μπροστά μου βλέπω
στου χορταριού δοσμένο την λαγνεία
δεν είν’ αρνί, είναι μια κάποια υποψία
του εαυτού  που έχω κι ανατρέπω.

Και η σαύρα η ζαλισμένη, θεία
σκιά μου είναι κι αυτή, που κάποτε
στης πέτρας πάνω την καυτή θητεία
αποτυπώθη ανεμελιάς θωπεία
και αναθρέφει μυστικά μου πέπρωται.

Ω γάτα εσύ στιλπνή και βελουδένια,
ποια τρομερή φυλάς ζωής μου πύλη!
Πόσο βαθειά τροχίζεις με ευγένεια
παλμούς, π’ ανατριχιάζουν την συγγένεια
χεριών μου με της ράχης την καμπύλη!

Κι εσύ  άγνωστο γνωστό μου περιστέρι
που έφυγες της Κιβωτού την κλούβα
πετάς για να μου πεις πως δεν διαφέρει
Θεού αν λιονταρίσιο είμαι χέρι
ή λίπασμα σε σκουληκιού την γούβα.


Το ποίημά μου αυτό βραβεύτηκε στον 7ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ζωοφιλίας.






Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Σε βατουριώνα μπλέχτηκα - Σοφία Πόταρη


Σε βατουριώνα μπλέχτηκα, τ’ αγκάθια με κρατούνε…
Σκούζω, χτυπιέμαι, αγκομαχώ, μα εκείνα δεν μ’ ακούνε.

– Άσε με, βάτε, να χαρείς, κι η νύχτα ξαγριώνει,
μαύρα σπαθιά τα νύχια της τώρα ξεθηκαρώνει.
Λύσε με, και νερού δροσιά την ρίζα σου να ευφραίνει, 
έχω γυναίκα όμορφη που εμένα περιμένει…
– Αν θέλεις λεύτερος να βγεις, αν θέλεις να ξεμπλέξεις,
φέρ’ την ταχειά τ’ απόβραδο, εσύ να μας παντρέψεις!

Αμέσως λευτερώθηκε, υπόσχεση που εδώκε,
κι ευθύς γυρνά στο σπίτι του και πνεύμα παραδώκε…
Ψωμί μ’ αγκάθια καταπιεί, κρασί πικρό γουλιάζει,
πίνει νερό να δροσιστεί, του κάκου, αναγουλιάζει.

– Τι έχεις άντρα μου καλέ, τι έχεις λεβεντιά μου;
Μαύρος σκορπιός, αν έφταιξα, να φάει την καρδιά μου!
– Μηδέ με πίκρανες καλή, μηδέ με φαρμακώνεις,
την δόλια την καρδούλα μου εσύ την αιματώνεις.
– Άμα δικιά μου η φταιξιά, και η γιατρειά δικιά μου,
γείρε στο στρώμα μας, να ζεις, κι έλα στην αγκαλιά μου!

Στο στρώμα κύλησε ταυρί, λυσσομανάει και γρύζει
και στο γλυκό της το βυζί μωρό που κλαψουρίζει.
– Τι έχεις άντρα μου καλέ, τι σε βαριοκαρδίζει;
Έλα στο στόμα μου να φτεις ό,τι σε βασανίζει.

Στα χείλη της κεράστηκε του πόθου την γλυκάδα
μα ο νους του πυρετώδικα δούλευε με σπιρτάδα.
– Αύριο καβάλα στο φαρί θα πάμε στο ποτάμι
να με βοηθάς να ξεριζώ βαθύριζο καλάμι.
– Τι να το κάνεις, άντρα μου, της καλαμιάς το ξύλο;
– Θέλω κονάκι αλαφρύ να φτιάσω για το σκύλο.

Καβάλα την κουβάλησε στην άκρη το ποτάμι.
Τα δάκρυα σαν σκούπιζε, μαύριζεν η παλάμη.
Την ξάπλωσε στην χορταριά, στην μαλακήν αγριάδα,
άγριο κριάρι αφρομανάει ’πο πάνω απ’ την αρνάδα.

Σείστηκε ο βάτος κι αγκαθιά ξαμώνει με φοβέρα,
βούτηξε τ’ ώριο το κορμί κι ευθύς περνάει βέρα
στο δαχτυλάκι το μικρό και στο λαιμό τον άσπρο –
κι έμειν’ εκείνος να θρηνεί σαν νύχτα δίχως άστρο.






Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Η μιλιά της μηλιάς – Σοφία Πόταρη




Κορίτσι αποξεχάστηκε σ' αφρομηλιάς τον ίσκιο
είχε τα χείλη κόκκινα, τα μήλα μάγουλά του
το μάτι του στραφτάλιζε σε τσίνορο βαθύσκιο
και στ’ άσπρο στήθος φρένιαζαν τα κρύφια τρέμουλά του.
Στην αγκαλιά του έσφιξε αετόπουλου τα στήθη
και χτένισε μακριά μαλλιά αλόγου αφηνιασμένου
φίλησε μάτια φωτεινά που λάμπαν σπάνιοι λίθοι
τα δάχτυλα σφιχτόμπλεξε στα δάχτυλα τ’ ανέμου.

Αηδόνι μου, κοτσύφι μου, μαυροχελιδονάκι
τα χείλη του ρωτήσετε αν μ’ αγαπά λιγάκι!

Έρωτας το ξεπλάνεψε κι έρημο το αφήκε
άνεμος είναι κι αψηφά, αέρας και περνάει…
Αχ και φαρμάκι τρυφερό στην φλέβα του πια μπήκε,
αχ και ποτάμι βούϊξε και στα βαθιά το πάει…

Τρέχουν τα μάτια θάλασσες, βρύσες την γη ποτίζουν.
-Μηλίτσα μου χαμήλωσε, καλή χρυσομηλιά μου!
Ωχ στην αγάπη του δεντρού τα μέσα του ελπίζουν...
-Μηλίτσα μου, αδερφούλα μου, μήλο σου η καρδιά μου.
Τρέμει το δέντρο και βροντά, ξαγριεύονται τα φύλλα
τα κλώνια σπάζουνε, στην γη στρώνουν πικρό στρωσίδι
μα ένα κλωνί εκεί ψηλά πιάνει του γλυκομίλα
και στον λαιμό του στοργικά τυλίγεται άγριο φίδι.

Πάρε με, άντρα μου ουρανέ, πάρε με, άντρα μου Άδη
κρέμα με ολόγυμνη στο φως, κάρφω με στο σκοτάδι…

Το σώμα του λαχτάρησε κι ο κλώνος σπαρταράει 
στον ώμο απαλόγειρε του ήλιου το κεφάλι
μήλο μικρό μαράθηκε και η μηλιά βογγάει
λαβώθηκεν η ομορφιά, σκουλήκι για να βγάλει.
Στα μάτια του κυμάτισε μια θαλασσοψιχάλα
κι έσταξε την αλμύρα της στο χώμα που κοιτούσαν
πέσανε κι από την μηλιά τα μήλα τα μεγάλα
κι ο κόσμος όλος ρίγησε στον πόνο που κρατούσαν.

Πώς το ψαράκι σπαρταράει δίχως φωνή να βγάνει
έτσι αγκαλιάζει το κορμί αγάπη που δεν φτάνει.

Μήνες περνάνε και χρονιές και οι καιροί αλλάζουν
μα ένα κλωνάρι στα ψηλά δεν σταματάει να κλαίει
άνθη πετάνε τα κλαδιά και μήλα ξαναστάζουν
Αχ κι η μηλιά η καλομηλιά, τί ιστορίες λέει…