http://sofiapotari.blogspot.gr/

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα από την συλλογή Σαρκοχώραφα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα από την συλλογή Σαρκοχώραφα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Νυχτερινό, Σοφία Πόταρη


Τα βράδια με ολόγιομο φεγγάρι περπατώ

γλιστρώ πανσέληνη σε ξεχασμένους δρόμους

κυλάει στο ρέμα το νεράκι αχνιστό

στα πόδια γλείφονται οι ρίζες απ’ τους φλόμους

σιωπή απαγκιάζει όπου ’ναι βολετό

 

στα κρύα φύλλα, στις φωλιές, στις τρύπες των φιδιών

η νυχτερίδα αιωρείται στο σκοτάδι

τα δένδρα πλέουνε στους κόσμους των σκιών

και πέπλο μαλακό στους ώμους μου, σαν χάδι

γλιστράει το γέλιο των κρυμμένων μυστικών.

 

Τα βράδια, μοναχή μου, έναν άγνωστο καλώ

που άνεμος φιδογυρνάει στις αλόες.

Στα χείλη μου ένα ξόρκι πιο παλιό λαλώ

κι από τ’ ανθρώπου τις ημέρες τις αθώες.

Μαγεύω μάγισσες τα βράδια, προσκαλώ

 

μακριά πολύ, μέσα στης νύχτας την θανή

απ’ τις σκιές μία σκιά να ξεκορμίσει,

λαχτάρα λαμπυρίζει το κρυφό θρονί

και το χρυσό κροντήρι έχει αίμα ξεχειλίσει.

 

Μακριά πολύ, η νύχτα με γεννάει αυγινή.


Σαρκοχώραφα, Θεσσαλονίκη 2024

ιδιωτική έκδοση










Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Μούρο λαχταρισμένο - Σοφία Πόταρη





 

 

 

 

 

 

 

Βοτάνια μάζεψα άγρια με πέταλα πλοκάμια,

με φύλλα δροσοστάλαχτα, με ήλιο ερωτευμένα,

με μάτια π’ αγκιστρώνανε, με στόματα θαλάμια,

στο σώμα σου το τρυφερό για να πλεχτούν ένα - ένα.

 

Το φως σου με περίχυσε και δεν μπορώ να σβήσω

κι αν σβήσω κι αν νεκροχαθώ, σ’ εσένα θα γυρίσω.

 

Έκοψα φτέρη μυστική και σκίνου βλασταράκια,

να μπουν στο μαξιλάρι σου για να σε νανουρίζουν,

δάσους γλυκόπνοη δροσιά και σπήλιου τα λογάκια,

κισσού ριζούλες έπιασα για να σε γαργαλίζουν.

 

Γιατί είσαι μέλι των γκρεμών κινδυνοτρυγημένο

και στων χειλιών σου την σχισμή το θέλω να πεθαίνω.

 

Τα πότισα τραγάκανθου μυρόβλητο ρετσίνι,

τα φίλησα, τα μέρωσα, τους είπα τ’ όνομά σου,

τους είπα για το σώμα σου, κρύα του Βάκχου κρήνη,

που με δροσίζει και με καίει στο θείο ξόδεμά σου.

 

Αχ, χείλη μου, χειλάκια μου, κοκκινοστοματάκι,

αχ, πιείτε με, μασήστε με, σάρκα και κοκκαλάκι.

 

Μαράθηκαν και λειώσανε στου κάλλους σου το λάμπος

και χύθηκαν στα χέρια μου να πέσουν να πεθάνουν,

την φλέβα θέλαν του λαιμού και του ποδιού το θάμπος,

θέλανε και τα χείλη σου να πιούνε, να γλυκάνουν.

 

Κολλιέδες τα ‘πλεξα άπληστους για του λαιμού το χιόνι,

στολίδια να γυαλίσουνε στ’ αστράγαλου τ’ αμόνι.

 

Κι έτσι όπως ξέφρενη, τρελλή ροβόλαγα τον λόφο

κι άνοιγα χέρια και καρδιά στο αίμα του κορμιού σου,

σ’ είδα μπροστά μου γελαστόν μ’ αηδόνια μες στον κόρφο

και η καρδιά μου βρόντηξε στο χάδι του φιλιού σου.

 

Πανέμορφος ο αγριανθός και πώς μοσχοβολάει!

Mα στης παλάμης σου το φως, το φως του λησμονάει.

 

Σβήσανε τ’ άνθη, μάδησαν, μαράθηκαν τα φύλλα,

αέρας την σγουρόφυλλη ξετίναξε την φτέρη,

τα πόδια μου κοπήκανε σε πόθου ανατριχίλα,

το χέρι μου σαν μπλέχτηκε μες στο δικό σου χέρι.

 

Και το ρετσίνι χύθηκε νεράκι φλογισμένο,

σαν έλειωσα στο στόμα σου, μούρο λαχταρισμένο.

 

Από την συλλογή Σαρκοχώραφα, Θεσσαλονίκη 2024

 

 The Beautiful Lady Without Pity (La Belle Dame Sans Merci), 1902,  Frank Dicksee (1853-1928)




Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Το χέρι σου - Σοφία Πόταρη

















Κοιτάζω το μικρούλικο, λευκότατό σου χέρι,
πώς αναπιάνει το ψωμί, πώς το καλοσταυρώνει
και σαν αστράφτει ολόγιομη η λάμα απ’ το μαχαίρι,
στη σάρκα μου λες μπήγεται και με γλυκοματώνει.

Κοιτάζω το χεράκι σου το κρινοδαχτυλένιο,
πώς το ψωμί ερωτεύεται, στα χείλη πώς το φέρνει
και σαν μπουκιά σου το κρατάς σε στόμα κερασένιο,
βαθειά του κόσμου η χαρά απάνω μου όλη γέρνει.

Κοιτάζω το χεράκι σου μέσα στο μεσημέρι,
του τραπεζιού μας την γιορτή πώς την σφιχτοκρατάει!
Κόβει ψωμί, κερνά κρασί, ανάβει αγιοκέρι
κι απ’ τα λιγνά του δάχτυλα η αγάπη κυβερνάει.

Το βλέπω το χεράκι σου κι όλα τα βλέπω πλέρια
και τρυφερά τα ψίχουλα μετά σαν τα μαζεύει,
το στόμα μου πανσέληνο, όπως τα περιστέρια
τον ήλιο που ταϊζονται και τ' αγιοδεσποτεύει.







Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Στο μαύρο και στο βυσσινί - Σοφία Πόταρη

Να μ’ αγαπάς απλά και τρυφερά, με δίχως νεύρο και καρδιά
δεν το μπορώ, σ’εξάντληση σκληρή με βάζει, μ’ ερημώνει,
είναι μια τέτοια αγάπη το νερό π’ αντί να θρέφει την σοδειά,
φαρμάκι ξεγελά της ρίζας δίψα και χαρά και την νεκρώνει.

Αγάπα με ποτάμι βουερό π’ ακράτητο τρομάζει τα πουλιά,
σαν καίγονται δροσιά να πιουν μα να ζυγώσουν δεν τολμάνε
και σφίξε με φριχτά, καλοτυλίξου όπως του βόα η θηλιά,
τα κόκκαλα του ελαφιού καθώς μετρά που ένα - ένα σπάνε.

Να μ’ αγαπάς στο μαύρο και στο βυσσινί επειδή βαθιά πονάς.
Όχι με σιγουριάς ανυποψίαστη κι αθώα γαλήνη
στ’ ουράνιου τόξου το λευκό, το σιελ, το φιστικί, όταν περνάς
πουλί με άβρεχτα φτερά, που πέταξε απάνω απ’ το μπουρίνι.

Να μ’ αγαπάς με την καρδιά σφαγμένη, με τα μάτια σου τυφλά
με το φιλί σου αηδόνι που γεράκι πιάνει και κλωσσάει
και φύγε αν δεν μπορείς, μην με δικάσεις να πετώ στα χαμηλά,
μικρή η ζωή κι αλίμονο στον που ριγά αντί να σπαρταράει.



2o βραβείο στον 4ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης Δήμου Λευκάδος.





Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Ασημοκάρφι – Σοφία Πόταρη


Η αγάπη γλύφει το κορμί, το γλυκοκαλιγώνει,
σαν αλογάτου πέταλο σε μάστορα το χέρι
μεράκι βάνει σε φτιαξιάς καλούπι δίχως ταίρι
και το βαράει στ’ αμόνι του και τ’ ασημοκαρφώνει.

Και σαν βαστά το τέλειο κι ομορφοστολισμένο,
ασήμι χύνει τη χαρά, χρυσάφι την ορμή του,
στ’ αλόγου την περπατησιά αχνάρι την ψυχή του,
όπου πατεί κι όπου σταθεί και το ’χει γνωρισμένο,

πως νύχι του και σίδερο φιλιούνται αγκαλιασμένα,
σαν χώμα σημαδεύουνε και πέτρα και χορτάρι,
που λες πια σιδερόνυχο καλπάζει το ποδάρι
στου έρωτα την προσταγή, μ’ έρωτα φιλιωμένα.

Αγάπη, βάρος το λυγάς και το κορμί ανθρωπίζεις,
εκείνο μέταλλο θαμπό κι εσύ τ’ ασημοκάρφι.
Και σαν η λιθαριά ογρή στο σίδερο θε νά 'ρθει,
ξανά καλοστεριώνεσαι και Πήγασσος ορμίζεις.






Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Τριαντάφυλλο παράξενο – Σοφία Πόταρη






















Σε κήπου την ζεστή αγκαλιά, σ’  αφροσκαμμένο χώμα
ξυπόλυτη περπάτησα μεσημεριού το γιόμα.
Κι είναι τα λούλουδα χρυσά και μυρωμένη η μέρα,
μα μένα η καρδούλα μου σαν κάτι να ζητάει,
ελάφι ανήσυχο η ματιά που’ τρεχε πέρα ως πέρα
κι έν’ αγκαθάκι άγνωστο την απαλοκεντάει.
Τ’ άνθια πλεγμένα γύρω μου το χάδι μου ποθούσαν
τα χείλη μου ματώνανε και τα γλυκορουφούσαν.

Νάρκισσος ήλιος, βασιλιάς και θρέφονταν η μέρα,
χυνόνταν η αγάπη του με πάθος και φοβέρα!
Γεράνια μ΄ αγκαλιάζανε και γιασεμιά μ’ αγγίζαν
κι οι μενεξέδες, σιωπηλοί, ύπνο βαθύ μου φέρνουν,
απάνω  μου μπλεκόντουσαν, τα ρούχα μου ξεσκίζαν,
περικοκλάδες πλανερές στα πόδια φιδοσέρνουν.
Με χρώματα και ηδονές μεθάει τ’ αεράκι
μα μένα την καρδούλα μου τρυπάει αγκαθάκι.

Λαλεί του κήπου η χαρά με τ’ αηδονιού την γλύκα
και  μες στο αίμα μου κυλά ο έρωτάς τους προίκα.

Σε μια του κήπου ανωμεριά, κατεβασιάς το ρέμα
θρέφει μονάχο κι ακριβό τριανταφυλλιάς βελούδο,
κόκκινο, λαμπροστόλιστο, σαν βασιλιά το στέμμα
κι όλου του κήπου η ομορφιά κάστρο λογιέται φρούδο.

Σκοτείνιασαν τα μάτια μου και  πόνεσε η καρδιά μου
τ’ αγκάθι του γαντζώθηκε σκληρά στα σωθικά μου.

Τριαντάφυλλο παράξενο από ουράνια βάθη
στα στήθια μου σαρκώθηκε θηρίο φλογισμένο
κι απ’ της αγάπης το πολύ μας έσφαξε τ’ αγκάθι
κι ερωτοκοιμηθήκαμε θάνατο βελουδένιο.