Κορίτσι
αποξεχάστηκε σ' αφρομηλιάς τον ίσκιο
είχε
τα χείλη κόκκινα, τα μήλα μάγουλά του
το
μάτι του στραφτάλιζε σε τσίνορο βαθύσκιο
και
στ’ άσπρο στήθος φρένιαζαν τα κρύφια τρέμουλά του.
Στην
αγκαλιά του έσφιξε αετόπουλου τα στήθη
και
χτένισε μακριά μαλλιά αλόγου αφηνιασμένου
φίλησε
μάτια φωτεινά που λάμπαν σπάνιοι λίθοι
τα
δάχτυλα σφιχτόμπλεξε στα δάχτυλα τ’ ανέμου.
Αηδόνι
μου, κοτσύφι μου, μαυροχελιδονάκι
τα
χείλη του ρωτήσετε αν μ’ αγαπά λιγάκι!
Έρωτας
το ξεπλάνεψε κι έρημο το αφήκε
άνεμος
είναι κι αψηφά, αέρας και περνάει…
Αχ
και φαρμάκι τρυφερό στην φλέβα του πια μπήκε,
αχ
και ποτάμι βούϊξε και στα βαθιά το πάει…
Τρέχουν
τα μάτια θάλασσες, βρύσες την γη ποτίζουν.
-Μηλίτσα
μου χαμήλωσε, καλή χρυσομηλιά μου!
Ωχ
στην αγάπη του δεντρού τα μέσα του ελπίζουν...
-Μηλίτσα
μου, αδερφούλα μου, μήλο σου η καρδιά μου.
Τρέμει
το δέντρο και βροντά, ξαγριεύονται τα φύλλα
τα
κλώνια σπάζουνε, στην γη στρώνουν πικρό στρωσίδι
μα
ένα κλωνί εκεί ψηλά πιάνει του γλυκομίλα
και
στον λαιμό του στοργικά τυλίγεται άγριο φίδι.
Πάρε
με, άντρα μου ουρανέ, πάρε με, άντρα μου Άδη
κρέμα
με ολόγυμνη στο φως, κάρφω με στο σκοτάδι…
Το
σώμα του λαχτάρησε κι ο κλώνος σπαρταράει
στον
ώμο απαλόγειρε του ήλιου το κεφάλι
μήλο
μικρό μαράθηκε και η μηλιά βογγάει
λαβώθηκεν
η ομορφιά, σκουλήκι για να βγάλει.
Στα
μάτια του κυμάτισε μια θαλασσοψιχάλα
κι
έσταξε την αλμύρα της στο χώμα που κοιτούσαν
πέσανε
κι από την μηλιά τα μήλα τα μεγάλα
κι
ο κόσμος όλος ρίγησε στον πόνο που κρατούσαν.
Πώς
το ψαράκι σπαρταράει δίχως φωνή να βγάνει
έτσι
αγκαλιάζει το κορμί αγάπη που δεν φτάνει.
Μήνες
περνάνε και χρονιές και οι καιροί αλλάζουν
μα
ένα κλωνάρι στα ψηλά δεν σταματάει να κλαίει
άνθη
πετάνε τα κλαδιά και μήλα ξαναστάζουν
Αχ
κι η μηλιά η καλομηλιά, τί ιστορίες λέει…