http://sofiapotari.blogspot.gr/

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Ανάμνησις – Σοφία Πόταρη

Πάνε χρόνια που κοιμήθηκες βαθιά
και ο κήπος μας πια δεν αναβλασταίνει,
άλλο δεν πυροζωεί η κερασιά
κι ο χειμώνας την καρδιά μου ανασαίνει.

Είχαν κάποτε τα δένδρα μας κλωνιά
τώρα σκέλεθρα τρομαχτικά σαπίσαν,
τ’ άνθη χτίκιασαν και θρέψαν ερημιά,
φλέβες άδειες που ποτέ τους δεν αχνίσαν.

Τώρα σ’ ύπνου ξαποσταίνεις την ακτή
στου ονείρου σου την χώρα δεν λυπάσαι.
Ήσουν κάποτε και μάγευες την γη,
μέσα μου αγάπη θρόϊζες, θυμάσαι;



Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

Ελπίδα - Σοφία Πόταρη


Η θλίψι πια στα βλέφαρα βαραίνει,
προφήτης σκοτεινός που ξεψυχάει.
Στο χώμα, ο ίδιος χώμα, επιμένει

μια θύελλα να ζει και να ξεσπάει,
τ’ αξήγητο βαθύ για να βαθαίνει.
Μια κάμα, μες στην σάρκα μελετάει

σωμάτου την φθορά, σαν αυγαταίνει
την λάμψι, που τ’ απόκρυφο τρυπάει
κι αν ξεστρατίζει, αναλαβαίνει.

Το έλεος τ’ απείρου τ' οδηγάει.









Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Φθινόπωρο - Σοφία Πόταρη


Λυγμικά πέφτει το δείλι σε παράπονο βαθύ
και τ’ ανθρώπου η φλογίτσα Θέ μου πώς να κρατηθεί!
Λυχναράκι η ψυχούλα και το λάδι θα σωθεί
αχ του κόσμου η ανάσα τώρα Θέ μου θα σβηθεί.

Αποσώνεται η μέρα κι η φωνή βουβή θα βγει
από σώμα που σε σώμα τώρα μέσα ναυαγεί.
Σε κοιλιάς τα μαύρα σπλάχνα κόσμε αλέθεσαι φαγί
αχ ζωής βαθειά τρομάρα του Θεού η βαθειά πληγή.





Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Οι γριές του χωριού - Σοφία Πόταρη

 











Θυμάμαι του χωριού μου τις γριές
τα καλοκαιρινά τ’ αποσπερνά
φιγούρες μαύρες, σαν θολές σκιές
να φτιάνουν της κηδείας τα σπερνά.

Αμίλητες και σοβαρές, πικρές
το μούτρο τους κομμένο χαρακιά.
Μορφές λιγνές σ’ εικόνες ιερές
κι η πέτσα τους ξερή φραγκοσυκιά.

Θυμάμαι κείνες τις στεγνές μορφές.
Στον κόσμο ήρθαν γριές από κοιλιά
νανούρισμά τους είχανε γραφές
και θρήνους για θανατικά παλιά.

Με δάχτυλα λαφρά, πουλιού οστά
το στάρι ετοιμάζαν του νεκρού,
τα σπλάχνα τους δεν μέρωσε χαρά
γεννήθηκαν για σήκωμα σταυρού.

Θυμάμαι τις γριούλες του χωριού
με την σπαραχτική βουβή λαλιά.
Aθώες, σαν το μάτι τ’ αλαφιού
μoυγγές, σαν παλιοσκιάχτρα για πουλιά.


Βραβείο Αμφικτυονίας Ελληνισμού 2019.



Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Το χέρι σου - Σοφία Πόταρη

















Κοιτάζω το μικρούλικο, λευκότατό σου χέρι,
πώς αναπιάνει το ψωμί, πώς το καλοσταυρώνει
και σαν αστράφτει ολόγιομη η λάμα απ’ το μαχαίρι,
στη σάρκα μου λες μπήγεται και με γλυκοματώνει.

Κοιτάζω το χεράκι σου το κρινοδαχτυλένιο,
πώς το ψωμί ερωτεύεται, στα χείλη πώς το φέρνει
και σαν μπουκιά σου το κρατάς σε στόμα κερασένιο,
βαθειά του κόσμου η χαρά απάνω μου όλη γέρνει.

Κοιτάζω το χεράκι σου μέσα στο μεσημέρι,
του τραπεζιού μας την γιορτή πώς την σφιχτοκρατάει!
Κόβει ψωμί, κερνά κρασί, ανάβει αγιοκέρι
κι απ’ τα λιγνά του δάχτυλα η αγάπη κυβερνάει.

Το βλέπω το χεράκι σου κι όλα τα βλέπω πλέρια
και τρυφερά τα ψίχουλα μετά σαν τα μαζεύει,
το στόμα μου πανσέληνο, όπως τα περιστέρια
τον ήλιο που ταϊζονται και τ' αγιοδεσποτεύει.







Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Τα παιδιά μας - Σοφία Πόταρη


Ωραία η στιγμή που τα παιδιά μου τρώνε φασολάδα!
Το στόμα τους, μες στον καρπό της γης, ένα χωράφι
κι η γλώσσα τους, αλέτρι που οργώνει την λιακάδα
κι ευλαβικά ζυμώνει τον καρπό σ’ ωραία σκάφη.

Ζουμί κυλάει σαν νέκταρ απ’ ανθί που ξεχειλίζει
και πασαλείβει ολούθε τα λευκά τους πηγουνάκια,
γελούν, ψωμί βουτώντας σαν το γλάρο που ορμίζει
σε άσπρο αφρό κι αρπά σαν αστραπή μικρά ψαράκια.

Φαγάκι ευωδιαστό γλιστράει στα τρυφερά λαιμάκια,
τις φλέβες τους ψυχώνει ποταμός με θεία δώρα,
της γης η αγάπη όλη στων παιδιών μου τα δοντάκια,
ωραία που στεριώνεται η ζωή σ’ ειρήνης ώρα!

Μ’ αλλού, το κόκκινο ζουμί αχνιστό κυλάει αίμα,
από σφαγμένη φλέβα και λαιμό φριχτά κομμένο,
ψυχές, που καταλήγουν σε ζωής πανάθλιο τέρμα,
παιδάκια, καρφωμένα σε μαχαίρι ακονισμένο.

Στ’ άδεια τους πιάτα τίποτα δεν έχει περισσέψει,
κυλιούνται τα παιδιά μου στο γρασίδι ευτυχισμένα.
Tο χώμα, μια καρδιά, την κάθε τους ρουφάει λέξι,
μ’ αλλού, κορμιά χωνεύει από θεριά μακελεμένα.







Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Ο έρωτας με τίναξε - Σοφία Πόταρη


Σαν θύελλα φωτιάς η αγάπη σου με λιάνισε,
σαν στόμα αέρα καφτερού μου πήρε την ανάσα,
αδίκως προσπαθώ, ν’ αντισταθώ δεν μ’ άφησε,
άγριο σπαράγγι τρυφερό με τσάκισε κι εχάσα
φλέβα αθωότητας, σ’ αιμάτου ξαφνική πλημμύρα,
μ’ έψησε ο έρωτας σε λαγονιών γλυκών την πύρρα.

Του έρωτα Θεά, το σώμα μου σ’ ευγνωμονεί
γιατί το δέρμα μου έλαμψες σαν δροσερό γρασίδι,
θροϊζει ολόχαρη η καρδιά και τρέμει ολογδυμνή
και πεταλούδα πια στο νέκταρ σου βουτά κι ενδίδει.
Σαν την λινάτσα o έρωτας με τίναξε και σαν λιοπάνι
κι ολούθε χύνεται ο χυμός που η ελίτσα βγάνει.

Τώρα δεν με τρομάζει ο θάνατος σαν πρώτα
ούτε λεπίδι πόνου να με κόψει το μπορεί.
Κι αν τούτη την στιγμή πεθάνω, του έρωτα τα χνώτα
αίμα γλυκό θα με φυσήξουνε να νοστιμίσει η γη!



Δημοσιευμένο στο βιβλίο του
 ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ
«Ποιητής και Μαραθωνοδρόμος»
Λευκάδα 2018

"Tristan and Isolde"
Gaston Bussiere 



Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Στην νεκρή γυναίκα - Σοφία Πόταρη



Στης λίμνης τον βυθό βασιλεμένη
ξαπλώνει αφανισμένη και ωχρή
γυναίκα, που αιώνια δικασμένη
θα κείτεται στην λάσπη την ψυχρή.
Κλωνί από το δένδρο αποκομμένο
πια σκέλεθρο και πτώμα δαμασμένο.

Τα μάτια της, που κάποτε λυσσούσαν
της νιότης οι αχόρταστες φωτιές
σπηλιές, π' από την γέννα της διψούσαν
να δρέψουνε ζωής γλυκειές γητειές,
αδειάσαν και κλεψύδρες μες στον χρόνο
φυλάνε του βασίλειού της θρόνο.

Κι εκεί που χείλη κερασιά φουσκώνουν
σε οίστρου φρενιασμένη ηδονή
νερόφιδων καμπύλες ενσαρκώνουν
της φρίκης την ασχήμια, π’ αφθονεί.
Με φύκια και φιλιά σε συμπαιγνία
της λήθης καταλάμπει ευδαιμονία.

Ποιά να ‘ταν; Κόρη, αδελφή ή Νύμφη;
Αρχοντοπούλα ή φτωχή κυρά;
Την σάρκα της σπαράξανε τα στίφη
των ψαριών, εσβήστη η ωραία θωριά
την τραχηλιά, τις κνήμες, τα λαγόνια
ανευλαβή διεκόρευσαν σαγόνια.

Στον έρωτα μπορεί να ‘ταν ταμένη
λαμπάδα, που η πίστη συντηρεί
κι ο θάνατος, που πάντα επιμένει
τον μόνο λόγο να ‘χει, λοιδωρεί.
Ανθρώπινη και θεία υπεροψία
σε σάρκας παγωμένης ακαμψία.

Κοιμάται. Και στου σκότους την γαλήνη
τα κόκκαλά της τρίζουν λυγμικά
σαν του νερού τ’ αστραφτερό λουστρίνι
γλιστράει στο κρανίο ερωτικά.
Σε τελετής δοσμένη αιώνια αιώρα
νυφούλα δέχεται του γάμου δώρα.

Ποιος ξέρει ποιά να τάϊσε την γλίτσα;
Στο χνάρι του ποδιού της, ποιός πατά
που ίσως ζεστή ακόμα λακουβίτσα
την αχνιστή ευωδιά της να βαστά;
Αχ και στο σκέλεθρό της να μπορούσε
η ομορφιά σποράκι ν’ αγρυπνούσε!