Τί τέλεια της φύσης η αρμονία!
Τ’ αρνάκι τούτο που
μπροστά μου βλέπω
στου χορταριού δοσμένο
την λαγνεία
δεν είν’ αρνί, είναι
μια κάποια υποψία
του εαυτού που έχω κι ανατρέπω.
Και η σαύρα η ζαλισμένη,
θεία
σκιά μου είναι κι αυτή,
που κάποτε
στης πέτρας πάνω την
καυτή θητεία
αποτυπώθη ανεμελιάς
θωπεία
και αναθρέφει μυστικά
μου πέπρωται.
Ω γάτα εσύ στιλπνή και
βελουδένια,
ποια τρομερή φυλάς ζωής
μου πύλη!
Πόσο βαθειά τροχίζεις με ευγένεια
παλμούς, π’ ανατριχιάζουν
την συγγένεια
χεριών μου με της ράχης
την καμπύλη!
Κι εσύ άγνωστο γνωστό μου περιστέρι
που έφυγες της Κιβωτού
την κλούβα
πετάς για να μου πεις
πως δεν διαφέρει
Θεού αν λιονταρίσιο
είμαι χέρι
ή λίπασμα σε σκουληκιού
την γούβα.
Το
ποίημά μου αυτό βραβεύτηκε στον 7ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ζωοφιλίας.