Θυμάμαι του χωριού μου
τις γριές
τα καλοκαιρινά τ’
αποσπερνά
φιγούρες μαύρες, σαν
θολές σκιές
να φτιάνουν της
κηδείας τα σπερνά.
Αμίλητες και σοβαρές,
πικρές
το μούτρο τους κομμένο
χαρακιά.
Μορφές λιγνές σ’
εικόνες ιερές
κι η πέτσα τους ξερή
φραγκοσυκιά.
Θυμάμαι κείνες τις στεγνές
μορφές.
Στον κόσμο ήρθαν γριές
από κοιλιά
νανούρισμά τους είχανε γραφές
και θρήνους για
θανατικά παλιά.
Με δάχτυλα λαφρά, πουλιού οστά
το στάρι ετοιμάζαν του
νεκρού,
τα σπλάχνα τους δεν
μέρωσε χαρά
γεννήθηκαν για σήκωμα
σταυρού.
Θυμάμαι τις γριούλες
του χωριού
με την σπαραχτική βουβή
λαλιά.
Aθώες, σαν το μάτι τ’ αλαφιού
μoυγγές, σαν παλιοσκιάχτρα
για πουλιά.
Βραβείο Αμφικτυονίας Ελληνισμού 2019.