Ευτυχισμένοι που της καθημερινότητας εχάσανε τον δρόμο
που
περπατάνε μοναχοί, κουβάρι φλόγινο, στις μύτες των πελμάτων
oι
μεθυσμένοι χορευτές, στης ομορφάδας που ακροβατούν τον ώμο
πνιγμένοι ολόκαρδα
κι ολόσωμα σε λίμνες μέσα μυθικών θαυμάτων.
Μακάριοι
οι πτωχοί τω δόγματι, ότι αυτοί ακεραιώνονται
κι
οι πλούσιοι τω κρίματι, που μεταμορφωμένοι αθωώνονται.
Ευτυχισμένοι
εκείνοι που άπονα ξερίζωσαν του πόνου την αγριάδα
σκαριά,
που πλέουν δίχως ίστια και πυξίδα, πλώρη όρτσα στην ρουφήχτρα
oι
ωραίοι τρελλοί, που αθώα καίγονται μες στην αγίνωτη λιακάδα
και, σαλιγκάρια, σκάβουν δροσερές στοές σ’ ερήμου αναμμένη πήχτρα.
Μακάριος
ο πλανήτης που σ’ Ατλάντων τέτοιων πλάτες αιωρείται
νυν
και αεί η αγάπη τους για μήτρα την καρδιά μας θα αιτείται.