Μικρούλα ήμουν κάποτε, μικρού χωριού παιδάκι,
η μάνα μου χαράματα μ’ έστελνε στο σχολείο
μα πριν την σάκα ζαλωθώ και πάρω το δρομάκι,
κατέβαινα στις γίδες μας για να τους πω αντίο.
Βγενίτσα μου ευγενική κι Αρχόντω αγαπημένη,
Χιονάτη μου κοντότριχη, Κανέλα κερατούσα
μακάρι να μ’ αφήνανε μαζί σας ξαπλωμένη
τα γράμματα να μάθαινα, με σας να μελετούσα.
Η μάνα μ’ έβιαζε, νωρίς να φύγω, μην αργήσω,
τις γίδες μας τις μάλωνε που με καθυστερούσαν
και τώρα σαν τα θυμηθώ το κλάμα θ’ αρχινίσω,
τις γίδες μας αγάπαγα κι εκείνες μ’ αγαπούσαν.
Φωνή δεν είχαν να το πουν, το λέγαν με τα μάτια
τα χέρια μου σαν έγλειφαν, καλοαλατισμένα
με δάκρυα παιδιάστικα. Με την καρδιά κομμάτια
ξεμάκραινα, ξεμάκραιναν σε χρόνια
περασμένα...