Οι ουρανοί μαυρίζουνε,
τα σύγνεφα στενάζουν,
οι στέρνες ξεραθήκανε κι
οι νερομάνες βράζουν
ο ήλιος εσκοτείνιασε
και το φεγγάρι εκρύβη,
τ’ άνθια εμαραθήκανε και το αηδόνι εθλίβη
η μαυρομάνα που θρηνεί
και τα μαλλιά μαδάει
σα νύφη την Ελένη της στην
εκκλησιά την πάει.
-Λένη μου, μαυρολένη
μου και μαυροθυγατέρα
για πού πααίνεις κόρη
μου ετούτη την εσπέρα;
-Γω πάω στον αρρεβώνα
μου, γω πάω στον καλό μου
στο σπίτι το νυφιάτικο να
στρώσω το προικιό μου
ν΄αλλάξω τ΄άσπρο
νυφικό, να στολιστώ στα μαύρα
ψωμί να βγάλω και κρασί
σ’ αραχνιασμένη τάβλα,
τα πανεθύρια μου
κλειστά κι η πόρτα αμπαρωμένη
ήλιος
να μη με ματαϊδεί, στη μαύρη γης χωμένη.