Του κορμιού τ’ αγαλήνευτο
ξίφος
σαν θερίζει του έρωτα στάχυ,
ατσαλώνει θανάτου το βύθος,
που σαθρό το χτυπά ριζοβράχι.
Και του χρόνου η κλώσσα
πορφύρα,
ξαναμμένη σε σκότους το
σκιάσμα,
μαρμαρώνει την έφηβη λύρα,
π’ αποσώνεται κύκνειο άσμα.
Μια παλιά φορεσιά σαβανώνει
του σωμάτου τα βάθη και ύψη
και η σάρκα, που ρόδο φουντώνει,
συνωμότης, σε θάνατου σήψη.