Βιάζεται η φύση, βιάζεται, δεν κάνει πια παζάρια,
μικρά του κόσμου
πλάσματα βρυχώνται νια λιοντάρια
ζωή γκρεμούς δεν
κυβερνά, γκρεμούς δεν λογαριάζει
στ’ άπατα σεργιανίζεται
και τ’ άπατα ζυγιάζει.
Εδώ αχνός ψιθυρισμός, εδώ και τ΄άγριο κλάμα,
το σώμα υνί οργώνεται
και σπέρνεται το θάμα,
πώς ανταριάζει η
ομορφιά, αγάπη χορτασμένη
με σάρκα και με κόκκαλα
γερά καρποδεμένη!
Ανθρώποι, ζώα και κλαδιά λοτρόγυρα φωνάζουν,
στου πάθους την βαθειά
κοιλιά ριγούν κι αναστενάζουν,
βιάζεται η φύση και
ορμά κι ακράτητη ξαμώνει
κι απ’ το σπαθί του
έρωτα ούτε ο Θεός γλιτώνει.