Κανείς δεν ένιωσε πως
έσωνες Μαρία.
Ο γκιώνης μόνο, που σε
ύπνο καμωνόταν,
σπασμό χουρχούριζε σ’
ανάσα νύχτας κρύα.
Κανείς δεν άκουσε. Η
γάτα βατευόταν
κι όπως τα σπλάχνα σου αδειάζαν
βουλιαγμένα
σ’ εσχάτη οι στεναγμοί σου
τιμωρία πνιγόταν.
Πουλιά τα μάτια σου σε
κάνη ήταν σκιαγμένα
ψόφια από δίψα για ζωή
κι επιθυμία
σκουλήκια πότιζαν, για
αίμα λιμασμένα.
Ω η απέραντη του σκότους βουλιμία!
Δόντι που ξέγδερνε το
άσαρκό σου σώμα
φωτιάς απόσωσμα η ζωή σου,
σπίθα μία
βουτά σε καταρράχτη παγωμένο
στόμα.
The Death and the Maiden
Marianne Stokes, 1908
Όπως πάντα εξαιρετικά τα ποιήματα σου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ!
Διαγραφήθαυμάσιο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ!
Διαγραφή