Στο ερειπωμένο ρημοκλήσι, εκεί, στην άκρη του βουνού,
ο γέρο χρόνος απιθώθη αποσταμένος
σ’ αλλουνού
καιρού την αγκαλιά, μωρό,
που η μάνα πάντα λαχταρά.
Μακάριο εκείνο στο βυζί της, κλαίει, γελάει τρυφερά.
Κι είναι τα μάτια των
αγίων κερί λιωμένο που κυλά
κι η Παναγία λυπημένη,
θέλει μα δεν χαμογελά.
Σαν πέφτει η νύχτα, το
φεγγάρι τολμά το βήμα το Ιερό,
την Άγια Τράπεζα
σιμώνει κι ασημώνει τον Σταυρό.
Η νυχτερίδα κι η αράχνη
ευλαβικοί, παλιοί πιστοί
το ίσο πιάνουν, μα κι
αν φάλτσο, ποιό αυτί θα το νοιαστεί;
Τα χιόνια βρίσκουν τα
λιοπύρια αποσταμένα και βαριά
στο ασημένιο το δισκάρι
να χύνονται χρυσά φλουριά.
Στο ερειπωμένο
ρημοκλήσι κάθε αυγή και δειλινό,
ψαλτάδες τα ξανθά
μελίσσια ανάβουνε κερί αγνό.
Κι ο Επιτάφιος του ανέμου νεκρανασταίνει την σιγή
στ’ ότε κατήλθες προς θανάτου,
αυτή ο παπάς που λειτουργεί.