http://sofiapotari.blogspot.gr/

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Του φθινοπώρου οι καρδιές, Σοφία Πόταρη


 











Του φθινoπώρου οι αχνοβαμμένες πινελιές

πόσο πολύ ταιριάζουν στις μοναχικές καρδιές!

Πανσέδες μπλάβοι, χαμολούλουδα, κλωνιά

τρεμοφεγγίζουν, λύχνων σκέλεθρα με φως λειψό

της ζήσης τους ξεφτίζει, πέφτει η αρματωσιά

φριχτά τσακίζονται σε θύελλας διάβα σκληρό.

Να ικετέψουν προσπαθούν, μ’ αδίκως τα φτωχά

ο θεριστής, ακράτηγος, με τ’ άρμα του περνά.

 

Σβησμένα σωθικά τα πέταλα, αιμορραγούν

ναυάγια σε βυθό βουβό και πώς ν’ αναληφθούν!

Παράπονο του κρίνου γνέθουν τα μαλλιά

η φρέζα πλέει ξέφυλλη μες στην ανεμοζάλη

αγνώριστη σπαράζει του υακίνθου η ομορφιά

κι η ντάλια, μάταια, παράστημα προβάλλει.

Τα βρύα θεριεύουνε κι ευθύς τα καταπίνουν

και μούσκλια λαίμαργα κάθε ζωούλα σβήνουν.

 

Του φθινοπώρου τ’ άνθη αχ! μοναχικές καρδιές

εξόριστες υπάρχουν σ’ ερημιάς τις εσχατιές.

Θανάτου στόμα τα φιλεί μα προσδοκούν

στου ήλιου την ζεστή αγκαλιά για ν’ απαγκιάσουν.

Το νιώθουνε, πως γι’ άλλη μια φορά θα προδοθούν

και πώς το λαχταρούνε τρυφερά να τ’ αγκαλιάσουν!

Μα ξέρουνε, πουλιά ’πό σκάγια λαβωμένα

νεκρά στο χώμα θ’ απλωθούν και σπαραγμένα.

 

Αχ πώς θυμίζουν οι καρδιές του φθινοπώρου τ’ άνθη!

Βασίλισσες λαμπρές μες στις δανδέλες, στις τιμές

ξεκορμισμένες τώρα και νεκρές σ’ άνιση μάχη

σαν σβήνει η αγάπη που με ήλιο θρέφει τις ψυχές.

 

 

 


Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Θα φύγουμε αγκαλιά - Σοφία Πόταρη



Όταν μας λυπηθούνε κάποτε οι Θεοί

και αγκιστρώσουμε κλωστούλα και βελόνα

λιβάνι σε Ιερό η δική σου η μορφή

μύρο η ψυχή μου σε μυστήριον αρρεβώνα.

 

Ζούμε μονάχα για να λιώσουμε αγκαλιά

κρατιόμαστε, σαν ο πνιγμένος την ανάσα.

Κι όταν το χώμα θα μας καταπιεί γουλιά

θα κλείσει η αγάπη μας παντοτινή μας κάσα.


Πένθος Εραστών.

Μνημειακό νεκροταφείο στο Μιλάνο, Ιταλία.


Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Οι γίδες μας - Σοφία Πόταρη



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μικρούλα ήμουν κάποτε, μικρού χωριού παιδάκι,

η μάνα μου χαράματα μ’ έστελνε στο σχολείο

μα πριν την σάκα ζαλωθώ και πάρω το δρομάκι,

κατέβαινα στις γίδες μας για να τους πω αντίο. 


Βγενίτσα μου ευγενική κι Αρχόντω αγαπημένη,

Χιονάτη μου κοντότριχη, Κανέλα κερατούσα

μακάρι να μ’ αφήνανε μαζί σας ξαπλωμένη

τα γράμματα να μάθαινα, με σας να μελετούσα.

 

Η μάνα μ’ έβιαζε, νωρίς να φύγω, μην αργήσω,

τις γίδες μας τις μάλωνε που με καθυστερούσαν

και τώρα σαν τα θυμηθώ το κλάμα θ’ αρχινίσω,

τις γίδες μας αγάπαγα κι εκείνες  μ’ αγαπούσαν.

 

Φωνή δεν είχαν να το πουν, το λέγαν με τα μάτια

τα χέρια μου σαν έγλειφαν,  καλοαλατισμένα

με δάκρυα παιδιάστικα. Με την καρδιά κομμάτια

ξεμάκραινα, ξεμάκραιναν σε χρόνια περασμένα...