http://sofiapotari.blogspot.gr/

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Το δωμάτιο - Σοφία Πόταρη




Το δωμάτιο λούφαζε παραδομένο στο ημίφως του δειλινού. Ήταν ευρύχωρο και ζεστό, έτσι όπως ταιριάζει στον χώρο εκείνον, που φιλοδοξεί και επιτυγχάνει να κερδίσει τον θαυμασμό του φιλοξενουμένου και την απόλυτη επιθυμία του να τον κατοικήσει, να τον χαρεί, να εισχωρήσει σε κάθε μικρή γωνίτσα του και να επιτρέψει στους πόρους των τοίχων και στις ίνες των υφασμάτων να εισπνεύσουν και να απορροφήσουν το άρωμα της σάρκας και της ψυχής του.

Τόσο όμορφο και βελούδινο δωμάτιο!

Τα έπιπλα ήταν πολύτιμες αντίκες. Τα καλογυαλισμένα ξύλα φωσφόριζαν στο γλυκό φως, οι πόροι τους, μάτια που παρακολουθούσαν αχόρταγα την σκια της και αυτιά που συνελάμβαναν τον ήχο των βημάτων της.  Κρυστάλλινα βάζα και επιβλητικά κηροπήγια στόλιζαν τα τραπεζάκια με τις θαυμάσιες μαρκετερί, ενώ στην άκρη της  κομότας, έστεκε ένα κομψό λαβομάνο, γεμάτο νερό που μοσχοβολούσε…

Τί άρωμα!… 

Τί να ήταν;

Το χειροποίητο, μεταξωτό χαλί Περσίας, ένα θαυμάσιο διπλόκομπο Nain Ardebil, προσέφερε μια μοναδική, πρωτόγνωρη εμπειρία αφής. Εισήλθε με τα πόδια γυμνά στο δωμάτιο, περπατώντας πάνω στο πορφυρό χαλί ευλαβικά, σχεδόν κρατώντας και την αναπνοή της. Δεν ήθελε να αποσπασθεί από οτιδήποτε άλλο, ήθελε να είναι σε θέση να αντιληφθεί κόμπο κόμπο τη δροσιά των φύλλων που έθρεψαν τους μεταξοσκώληκες. Σχεδόν γευόταν στα χείλη τις δροσοστάλες και οσφραινόταν το  άρωμα της γαρδένιας, που τους τους ενέπνεε να παράξουν εκατοστό το εκατοστό κάθε απαλή ίνα του πολύτιμου μεταξιού.

Το δωμάτιο απέπνεε ένα άρωμα μεθυστικό…η εισπνοή του προκαλούσε γλυκειά ζάλη…παρέλυε…

Στο κέντρο έστεκε το διπλό κρεβάτι, βαρύ, προκλητικά θελκτικό. Το κεφαλάρι ήταν από ξύλο καρυδιάς με ιριδίζοντα νερά. Βαριά υφάσματα σε γλυκό τριανταφυλλί εναλάσσονταν με ελαφρύτερα σε σάπιο μήλο και αχνό ιβουάρ, συνταιριάζοντας τις ελπιδοφόρες δονήσεις της Άνοιξης με τις ραγισμένες νότες του Φθινοπώρου. Πόσο παράξενο! Άνοιξη και Φθινόπωρο μαζί κυριαρχούσαν και ξεχείλιζαν μέσα από πλούσιους φραμπαλάδες και καλοραμμένα βολάν. Δίπλα, το κομοδίνο φιλοξενούσε την ανθοστήλη από διαυγέστατο  κρύσταλλο Βουργουνδίας.  Ποιος ξέρει τί μακρύ ταξίδι έκανε, με πόση φροντίδα τυλίχτηκε για να προστατευτεί και να φτάσει ακέραια στην τωρινή της θέση. Στεκόταν, λες υπερήφανη, σίγουρη για την αξία της φιλοξενώντας ένα μεγάλο μπουκέτο από ευωδιαστές γαρδένιες.

Το άρωμα…

Και το πολύ μαλακό κρεβάτι με τη βελουδένια αίσθηση, που ευωδίαζε γαρδένια…την είλκυε ακατανίκητα, την τραβούσε, την μαγνήτιζε…

Κάθισε διστακτικά στην άκρη του, με το δεξί χέρι να γλιστράει απαλά, χαϊδεύοντας τα πολύτιμα υφάσματα. Τι αίσθηση! Ευδαιμονία, θέλξη, που κέρδιζε και κατακτούσε…Ξάπλωσε. Άφησε το σώμα της να πέσει πίσω απαλά, απολαμβάνοντας την αίσθηση της εκούσιας απώλειας του εαυτού…της  παράδοσης, της υποχώρησης μέσα σε μια πράσινη λίμνη γεμάτη με ευωδιαστά νούφαρα! Και ο ύπνος ερχόταν να την πάρει…σαν μια ποθητή σκιά, όπως ακριβώς η δροσερή σκιά που αποζητά κανείς το καλοκαίρι, ύστερα από την πολύωρη έκθεση στον καυτό ήλιο…το πορφυρό χαλί ήταν πλέον μια κατακόκκινη φλόγα, αστραφτερή, φωτεινή! Ευωδίαζε τόσο πολύ, κυριαρχούσε, την έπνιγε, την μεθούσε…αφέθηκε να βουλιάζει…να βουλιάζει όλο και πιο πολύ μέσα στο μαλακό και ευωδιαστό αυτό στρώμα…στην κατακόκκινη αγκαλιά του…η Άνοιξη…οι ιριδισμοί του φωτός που επέστρεφαν στα μάτια της φιλτραρισμένοι και πολλαπλασιασμένοι μέσα από τα διαυγή κρύσταλλα, γλύκαιναν τον ενδόμυχο φόβο, γλιστρούσαν μέλι πάνω σε πληγή. Οι γλυκείς ήχοι του Φθινοπώρου έφταναν στα αυτιά της κρουστοί και καθαροί…αν και είχε την αίσθηση ότι έρχονταν από τα βάθη ενός αρχαίου δάσους…από τους ρόζους του ξύλου, από τους κόμπους του χαλιού…από το τραγούδι της γαρδένιας…ξαφνικά, μια λάμψη φώτισε το ζαλισμένο νου της! Το φως…ο ήχος…διαχέονταν σε άρωμα!…Προσπάθησε να κρατηθεί από κάποιο αόρατο στήριγμα, απλώνοντας τα χέρια μπροστά, ανοίγοντας τα μάτια, προσπαθώντας να φωνάξει…Πνιγόταν…βογγούσε, σφάδαζε, λυσσούσε…σαν άνθρωπος που πνίγεται στο νερό και ασφυκτιά και προσπαθεί να κρατηθεί στην επιφάνεια…ω! πόσο γλυκειά είναι η ανάσα που φουσκώνει τα πνευμόνια με αέρα και ζωή, πόσο λατρευτό το φως του ήλιου που γεμίζει ελπίδα την ψυχή!

Μάταια.

Πνιγόταν, παρέλυε, βούλιαζε όλο και περισσότερο, χανόταν, ο πράσινος βυθός την κατάπινε χωρίς οίκτο, οι κατακόκκινες φλόγες την περιέζωναν δίχως έλεος… την κατάπιναν, την εξαντλούσαν...μέχρι που εξαφανίστηκε…χάθηκε…

Το δωμάτιο έστεκε ήσυχο στο ημίφως του δειλινού...Το κρεβάτι δέσποζε στο κέντρο...

Πάνω στο μαλακό στρώμα υπήρχε μια αχνοκίτρινη λακουβίτσα... ανέδυε ένα γλυκό, μεθυστικό άρωμα…γαρδένιας….












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου