Μαλαματένια
τ΄άρματα κι ασήμια τα τσαπράζια,
γυαλοκοπάνε
τα φλουριά κι αστράφτουνε τ’ ατλάζια
στητό το
σώμ’ αγέρωχο στο άλογο καβάλα,
σαν τον
περήφανο αητό που λάμπει στην ψιχάλα.
Περνάς κι
ο ήλιος χαίρεται τη νια λεβεντοσύνη
κι εγώ
κοιτώ και δέομαι πανώρια αντρειοσύνη
ζαλίζομαι
και χάνομαι, λιγοθυμώ κι ανάβω
και στην
αντρίκει' αγκάλη σου ποθώ να μεταλάβω
και να!
μπροστά μου σταματάς με τ’ άτι σου να γρούζει,
στη γη
πηδάς κι ο ουρανός με φως χρυσό σε λούζει
τα
χέρια απλώνεις αγκαλιά, τσιτώνεις το κορμί σου
κι
ανοίγεις άγριο χορό μες στη λαμπρήν ορμή σου!
Τα μάτια
μου τα μάτια σου γυρεύουν να πλανέψουν,
καρδιάν
αντρίκεια, ζηλευτή, ζητούν να διαφεντέψουν
απλώνεις
μου το χέρι σου, μαντήλι ανεμοδέρνεις,
κυρά δική
σου θέλεις με, γυναίκα σου με παίρνεις.
Βαράτε
σεις ώ, άρματα κι αστράφτε γιαταγάνια,
βροντοχτυπάτε
τα βουνά κι ανοίξτε τα ρουμάνια,
λεβεντονιός
με διάλεξε γλυκό κρασί να πίνω,
σήμερα η
μοίρα μού ΄πλεξε γυναίκα του να γίνω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου