Αντάξιά σου είναι μόνον η
πλημμύρα,
εκείνη π’ αδυσώπητη κι
αψιά,
ορμάει θειάφι κι αλμυρή
πορφύρα
και κόβει την ανάσα
μαχαιριά.
Πλημμύρα με παλίνδρομο
χρωστήρα.
Το σύννεφό σου μάτι σε
σκοπιά,
απ’ την ζωή με παίρνεις
μ’ αισθητήρα
κι απ’ τον πνιγμό με
σώζεις με βουτιά.
Μονάχα εσύ. Γλυκέ
εκτοξευτήρα
κυττάρων μου σε άστρων
αμμουδιά,
μονάχα εσύ τρελλέ
ηδονοθήρα
μ’ εκθέτεις σε παράνοιας
τροχιά.
Θαρρώ έχω την τύχη
χρυσοθήρα,
μ’ απέλπιδα στον βούρκο
την φτυαριά
και άξαφνη, απροσδόκητη
πλημμύρα,
χρυσώνει του τα χέρια,
νου, καρδιά.
Έλα λοιπόν της τύχης μου
μνηστήρα,
περίσσευμα και έλλειψη
βαθειά
και πνίξε με σ’ ολόγιομο
κρατήρα,
αλμύρα μου και λάβα και
φωτιά.
Μπράβο Σοφία, έγραψες αριστούργημα! Με την παλέτα της γλώσσας μας δημιούργησες έναν ποιητικό πίνακα! Μπράβο και πάλι, συγχαρητήρια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι που σας αγγίζει, σας ευχαριστώ!
ΔιαγραφήΌΤΑΝ ΜΙΛΆΝΕ ΟΙ ΛΈΞΕΙΣ..........ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΌ ΑΠΛΆ.....
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ!
Διαγραφή