-Έλα Λενιώ μας, κόπιασε να
κάτσεις συντροφιά μας,
με το Ρηνιώ, με το Βουλιώ, με την καλή την θειά μας
να πούμε μύθια απ’ τα παλιά κι απ΄τα λησμονημένα
για μάχες και για βασιλείς και κάστρα πατημένα.
Άϊντε Λενιώ μου όμορφο, μονάχο σου μην στέκεις,
τα βάσανα, με τους δικούς μάθε να τα ξεμπλέκεις
η μέρα σώθηκε καλή κι η νύχτα που θεριεύει,
φεγγάρι καλοσύνης της στέλνει να μας θαρρεύει.
Έλα κορίτσι μου χρυσό κι ο κύρης σου αχ λιώνει
να βλέπει το καμάρι του να μαυρομαραζώνει...
με το Ρηνιώ, με το Βουλιώ, με την καλή την θειά μας
να πούμε μύθια απ’ τα παλιά κι απ΄τα λησμονημένα
για μάχες και για βασιλείς και κάστρα πατημένα.
Άϊντε Λενιώ μου όμορφο, μονάχο σου μην στέκεις,
τα βάσανα, με τους δικούς μάθε να τα ξεμπλέκεις
η μέρα σώθηκε καλή κι η νύχτα που θεριεύει,
φεγγάρι καλοσύνης της στέλνει να μας θαρρεύει.
Έλα κορίτσι μου χρυσό κι ο κύρης σου αχ λιώνει
να βλέπει το καμάρι του να μαυρομαραζώνει...
-Άσε με μάνα μου να ζεις, κουβέντες
δεν τις θέλω,
μένα η νύχτα μέσα μου κεντιέται μαύρο βέλο.
Κάθε που παίρνει και θαμπά
ξοδιάζεται η μέρα,
ένα ποτάμι αλλόκοτο βουίζει
πέρα ως πέρα
μέσα μου μπαίνει με ορμή κι αντάρα
μανιασμένη,
αίμα μου θέλει να γενεί, να
μ’ έχει κρατημένη.
Με πλάνεψαν και με τραβούν τα
κρούσταλλα νερά του
κι εκεί μακριά που χάνεται σε
ρίζα μαύρου βάτου,
‘πο πέτρα κάτου και θεριό και
ριζιμιό λιθάρι,
θρέφει απόσκιο και κρυφό, κατάμαυρο χορτάρι.
Κεί ‘ναι πικράνθι μοναχό, πικράνθι
σταυρωμένο,
μαύρα τα πέταλα βαστά και στέκει γυαλισμένο.
Το μύρισα, μανούλα μου, το
κρίνο του θανάτου,
αχ και με σούρνει ακράτηγη στην πέτρα του ‘πό κάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου