Βοτάνια μάζεψα άγρια με πέταλα πλοκάμια,
με φύλλα δροσοστάλαχτα, με ήλιο ερωτευμένα,
με μάτια π’ αγκιστρώνανε, με στόματα θαλάμια,
στο σώμα σου
το τρυφερό για να πλεχτούν ένα - ένα.
Το φως σου με
περίχυσε και δεν μπορώ να σβήσω
κι αν σβήσω
κι αν νεκροχαθώ, σ’ εσένα θα γυρίσω.
Έκοψα φτέρη
μυστική και σκίνου βλασταράκια,
να μπουν στο
μαξιλάρι σου για να σε νανουρίζουν,
δάσους
γλυκόπνοη δροσιά και σπήλιου τα λογάκια,
κισσού
ριζούλες έπιασα για να σε γαργαλίζουν.
Γιατί είσαι μέλι των γκρεμών κινδυνοτρυγημένο
και στων
χειλιών σου την σχισμή το θέλω να πεθαίνω.
Τα πότισα
τραγάκανθου μυρόβλητο ρετσίνι,
τα φίλησα, τα
μέρωσα, τους είπα τ’ όνομά σου,
τους είπα για
το σώμα σου, κρύα του Βάκχου κρήνη,
που με
δροσίζει και με καίει στο θείο ξόδεμά σου.
Αχ, χείλη
μου, χειλάκια μου, κοκκινοστοματάκι,
αχ, πιείτε
με, μασήστε με, σάρκα και κοκκαλάκι.
Μαράθηκαν και
λειώσανε στου κάλλους σου το λάμπος
και χύθηκαν
στα χέρια μου να πέσουν να πεθάνουν,
την φλέβα
θέλαν του λαιμού και του ποδιού το θάμπος,
θέλανε και τα
χείλη σου να πιούνε, να γλυκάνουν.
Κολλιέδες τα
‘πλεξα άπληστους για του λαιμού το χιόνι,
στολίδια να
γυαλίσουνε στ’ αστράγαλου τ’ αμόνι.
Κι έτσι όπως
ξέφρενη, τρελλή ροβόλαγα τον λόφο
κι άνοιγα
χέρια και καρδιά στο αίμα του κορμιού σου,
σ’ είδα
μπροστά μου γελαστόν μ’ αηδόνια μες στον κόρφο
και η καρδιά
μου βρόντηξε στο χάδι του φιλιού σου.
Πανέμορφος ο
αγριανθός και πώς μοσχοβολάει!
Mα στης
παλάμης σου το φως, το φως του λησμονάει.
Σβήσανε τ’
άνθη, μάδησαν, μαράθηκαν τα φύλλα,
αέρας την
σγουρόφυλλη ξετίναξε την φτέρη,
τα πόδια μου κοπήκανε
σε πόθου ανατριχίλα,
το χέρι μου
σαν μπλέχτηκε μες στο δικό σου χέρι.
Και το
ρετσίνι χύθηκε νεράκι φλογισμένο,
σαν έλειωσα στο στόμα σου, μούρο λαχταρισμένο.
Από την συλλογή Σαρκοχώραφα, Θεσσαλονίκη 2024
The Beautiful Lady Without Pity (La Belle Dame Sans Merci), 1902, Frank Dicksee (1853-1928)