IV
Πόσο απαλά το χέρι σου
μπλεκότανε στα δάχτυλά μου φασολιά μεστή!
Βαδίζαμε στις φάνες
πάνω κι από κάτω μας το χώμα όλο βαστούσε
τον έρωτα της γης και
τ’ουρανού σε χνάρια φωτεινά κι όλο ζητούσε
εμάς, κι από εμάς εκείνο
που κανείς δεν ξέρει απάνω του πώς να
πιαστεί..
Κι εμείς την θέλαμε
καλέ μου, την ποθούσαμε πολύ εκείνη την μικρή,
την τόση δα μικρούλα βόλτα
στο λιβάδι με τα κρίνα που ευτυχούσε
ζεστό από το δέρμα των
κορμιών μας να λαμπρύνεται κι
αιμορραγούσε
φίδι που επωάζει
υπομονή και πίστη σε αλήθειας σπαραγμό μακρύ..
Μας περιμένει πάντα μια
στιγμή πικρή και τρυφερή, εμάς, που πολιούχο
του γυμνωμένου τούτου κόσμου
όλο ραβόμαστε απορριγμένο ρούχο..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου