http://sofiapotari.blogspot.gr/

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Αθωότητα – Σοφία Πόταρη

Κοίταξε τ’ ανέμελο, το μικρό παιδί,
παίζει στη νυχτερινή, τρυφερή σελήνη
η αχνή ψυχούλα του σαν λεπτό κλαδί,
στα γλυκά ματάκια του πόσο φως ξεχύνει!

Έπαιξε στ’ απάτητα,  τ’ ουρανού σκαλιά
κι ήρθε χαμογελαστό, απαλό χειλάκι,
την ζεστή πνοούλα του με χρυσά φιλιά,
ν’ ακουμπήσει πάνω μας μαργαριταράκι.

Και τ’ αστέρι τ’ άγρυπνo και το μακρινό,
κοίταζε κατάπληκτο κι άλαλο θαυμάζει,
το παιδί που στέκεται άστρο φωτεινό
και που λάμπει πιότερο κι απ’ το φως που βγάζει.





Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Το παράξενο ανθί – Σοφία Πόταρη

















-Έλα Λενιώ μας, κόπιασε να κάτσεις συντροφιά μας,
με το Ρηνιώ, με το Βουλιώ, με την καλή την θειά μας 
να πούμε μύθια απ’ τα παλιά κι απ΄τα λησμονημένα
για μάχες και για  βασιλείς και κάστρα πατημένα. 
Άϊντε Λενιώ μου όμορφο, μονάχο σου μην στέκεις, 
τα βάσανα, με τους δικούς μάθε να τα ξεμπλέκεις 
η μέρα σώθηκε καλή κι η νύχτα που θεριεύει, 
φεγγάρι καλοσύνης της στέλνει να μας θαρρεύει. 
Έλα κορίτσι μου χρυσό κι ο κύρης σου αχ λιώνει 
να βλέπει το καμάρι του να μαυρομαραζώνει...


-Άσε με μάνα μου να ζεις, κουβέντες δεν τις θέλω,
μένα η νύχτα μέσα μου κεντιέται  μαύρο βέλο.
Κάθε που παίρνει και θαμπά ξοδιάζεται η μέρα,
ένα ποτάμι αλλόκοτο βουίζει πέρα ως πέρα
μέσα μου μπαίνει με ορμή κι αντάρα μανιασμένη,
αίμα μου θέλει να γενεί, να μ’ έχει κρατημένη.
Με πλάνεψαν και με τραβούν τα κρούσταλλα νερά του
κι εκεί μακριά που χάνεται σε ρίζα μαύρου βάτου,
‘πο πέτρα κάτου και θεριό και ριζιμιό λιθάρι,
θρέφει απόσκιο και κρυφό, κατάμαυρο χορτάρι.
Κεί ‘ναι πικράνθι μοναχό, πικράνθι σταυρωμένο,
μαύρα τα πέταλα  βαστά και στέκει γυαλισμένο.

Το μύρισα, μανούλα μου, το κρίνο του θανάτου,
αχ και με σούρνει ακράτηγη στην πέτρα του ‘πό κάτου.






Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Παραγγελιά – Σοφία Πόταρη


-Tί θες Βασιλικούλα μου να φέρω απ' την Πόλι;
-Φέρε βελόνι και κλωστή, να ράψω ένα φακιόλι.

-Τί απ’ της Βενετιάς ποθείς το ξακουστό παζάρι;
-Θέλω σεντόνια να μου βρεις, κατάσπροι να ‘ναι γλάροι.

-Τί θέλεις απ’ τη Μάνη μας πάνω σου να κρεμάσεις;
-Βόλι μπιστόλας φέρε μου, ποτέ να μη με χάσεις.

-Τί λαχταράς καρδούλα μου απ’ τ’ Αναπλιού τη χάρι;
-Παράγγειλε του έρωτα ωραίο κεχριμπάρι.

-Και τί ματάκια μου ποθείς απ’ τα δικά μου χέρια;
-Πάνω μου σύρτα, να χαρείς, Λευκάδας δυο μαχαίρια!






Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Η ερωτευμένη Πότα – Σοφία Πόταρη


-Αστράφτω και αχολογώ σαν το ρουμάνι στο βουνό
το Γιάννο τον αρματολό τον θέλω άντρα κι αρχηγό.
-Μωρή ζουρλή, μωρή λωλή, που είσαι μάνα κι αδερφή
πό 'χεις γονιοί,  πό 'χεις και γιοί, πό 'χεις  γειτόνοι κι ανεψιοί.
- Βουλή γω γέρου δεν γρικώ,  γω θα φιλώ λεβεντονιό
γονιοί και γιοί  τους λησμονώ,  γειτόνοι τους αντιπερνώ.
-Μωρή ζουρλή, μωρή λωλή, πού έχεις έγνοιες και δουλειές
πό 'χεις ελιές, πό 'χεις βραγιές με τις χτιστές τις αρμακιές.
-Δουλειές βραγιές γω τις ξεχνώ, γω τις ελιές τις ξερριζώ
τις αρμακιές πατώ πηδώ,  τις έγνοιες στέρνα την σκεπώ.
-Μωρή ζουρλή, μωρή λωλή, δεν θα γλιτώσεις το κακό
πό 'χεις και άντρα κι αδερφό και θα γενεί το φονικό.
-Γενιά και σόι εγώ ξεχνώ, εγώ ανεβαίνω στο βουνό
τον Γιάννο τον αρματολό τον κάνω άντρα κι αδερφό.







Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Ασημοκάρφι – Σοφία Πόταρη


Η αγάπη γλύφει το κορμί, το γλυκοκαλιγώνει,
σαν αλογάτου πέταλο σε μάστορα το χέρι
μεράκι βάνει σε φτιαξιάς καλούπι δίχως ταίρι
και το βαράει στ’ αμόνι του και τ’ ασημοκαρφώνει.

Και σαν βαστά το τέλειο κι ομορφοστολισμένο,
ασήμι χύνει τη χαρά, χρυσάφι την ορμή του,
στ’ αλόγου την περπατησιά αχνάρι την ψυχή του,
όπου πατεί κι όπου σταθεί και το ’χει γνωρισμένο,

πως νύχι του και σίδερο φιλιούνται αγκαλιασμένα,
σαν χώμα σημαδεύουνε και πέτρα και χορτάρι,
που λες πια σιδερόνυχο καλπάζει το ποδάρι
στου έρωτα την προσταγή, μ’ έρωτα φιλιωμένα.

Αγάπη, βάρος το λυγάς και το κορμί ανθρωπίζεις,
εκείνο μέταλλο θαμπό κι εσύ τ’ ασημοκάρφι.
Και σαν η λιθαριά ογρή στο σίδερο θε νά 'ρθει,
ξανά καλοστεριώνεσαι και Πήγασσος ορμίζεις.






Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Στην Όλγα Βαλαωρίτου – Σοφία Πόταρη












Σε ποιό ουρανό 'νειρεύεσαι, ψυχώνεις ποιό αστέρι;
Ιούλη μήνα φούσκωσες, ερωτευμένο αγέρι.

Δεν σ’ ήθελε ο έρωτας να σε νυφοστολίσει,
μόν’ ήθελε καρφί σκληρό μέσα σου να ορκίσει.
Φιλί ακούμπησε βαθύ όλη του η σκοτοδίνη,
σε χείλη κρινολούλουδα, πού τρέμαν μεθυσμένα
τόσο που πόθησε φιλί Όλγα για να σου δίνει,
που διπλωνόταν θάλασσα με σωθικά σκισμένα,
κι ορμούσε και μαζεύονταν στη λύσσα την τυφλή του
και πάλι ματαδίπλωνε κι άπλωνε τη χολή του.

Ορκίστηκες στον έρωτα κι ήρθε και σ’ ηύρε κείνος,
λιμπίστη την καρδούλα σου πού ‘τρεμε άσπρος κρίνος.

Κι όπως η ξέρα στέκεται στην μελανή καρδιά της,
η θάλασσα βαριοχτυπά και γλύφει την αντρειά της
τέρας και όμορφη πολύ, σαν την ουράνια νύμφη,
που μέσα σ' άγριο νυφικό μαγεύει τη θωριά της
και πείνα μαυροκύματη, όπου μ’ αγάπη γλείφει,
συντρίβει κι απολησμονά τα έρμα τα παιδιά της
σε  βρήκε θάλασσας χολή και  ουρανού γλυκάδα,
βραχάκι έζης μικρούτσικο σ’ ωκεανού αγριάδα.

Όλγα, κοιμάσαι σ’ αγκαλιάς γαλήνιο κρεβατάκι,
μα στις κρυφές μου τις σπηλιές ανθίζεις νιο ανθάκι.

Κι ήσουν λουλούδι πάναγνο κι ένα μικρούλι βρύο,
θυσία θέλει για να ζει το τρομερό θηρίο
και σ’ έριξε κατάχαμα, με μάτια θαμπωμένα
και τα στηθάκια σου αχνά να λάμπουν νυφοκέρια,
σαν ρόδα 'πό βοριά σκληρό, ξέφυλλα, τσακισμένα
κι απίθωσε τα στέφανα πα στα νεκρά σου χέρια
λεπτά κοχύλια  τα γλυκά παρθενικά σου μάτια,
σφραγίσαν, Όλγα μου, πικρά σαν μυστικά παλάτια.

Όλγα, σαν πούπουλο λευκό λαφραίνεις το σκοτάδι,
στήθος αφήκες στοργικό σ’ άλλο να πας λιβάδι.

Κι είναι η πλάκα σου βαρειά σαν κουρασμένο χέρι,
τόσες νυχτιές, τόσον καιρό, γραμμάτου βουλοκέρι
κοιμήσου κόρη ανέγγιχτη, σελήνης θυγατέρα
κι αλαφροπάτει το πουλί στο σιωπηλό  το χώμα,
κει π' αεράκι τρυφερό σε σκέπει νύχτα μέρα
και κρίνου μοσκοβόλημα γλυκαίνει σου το δώμα
αστροφεγγίζουν οι ψυχές μές στη γλυκειά ψυχή σου
κι αναθαρρεύω σαν κλαδί π’ ανθίζει στην πνοή σου.

Λευκότατο το χέρι σου απάνω στα μαλλιά μου,
Όλγα, κι εγώ στ’ αστέρι σου θα λάμψω την καρδιά μου!




Η Όλγα, όταν αυτοκτόνησε, σε ηλικία 28 ετών για τον έρωτα του Γιάννη Ψυχάρη.